σποδιά — σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc/acc dual σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποδιάς bullace fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιᾷ — σποδιά heap of ashes fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιά — η ζεστή στάχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σποδιάν — σποδιά̱ν , σποδιά heap of ashes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιάς — σποδιά̱ς , σποδιά heap of ashes fem acc pl σποδιάς bullace fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιαῖς — σποδιά heap of ashes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιᾶς — σποδιά heap of ashes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιῇσι — σποδιά heap of ashes fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιή — σποδιά heap of ashes fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιήν — σποδιά heap of ashes fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)